- κορωνιώ
- κορωνιῶ, -άω (Α) [κορωνίης]1. κυρτώνομαι («κορωνιόωντα πέτηλα», Ησίοδ.)2. (για άλογο) κάμπτω τον τράχηλο3. (για πρόσ.) υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («ἐκορωνία καὶ παρετρίβετο πρὸς τοὺς ἐπιφανεῑς ἄνδρας», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορωνίῳ — κορώνιος with crumpled horns masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)